λάβρ'

λάβρ'
λάβρα , λάβρος
furious
neut nom/voc/acc pl
λάβρε , λάβρος
furious
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λείαξ — λείαξ, και κατά τον Ησύχ., λίαξ, ακος, ὁ (Α) αμούστακο αγόρι, παιδί που μόλις άρχισε να βγάζει γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + επίθημα αξ (πρβλ. λάβρ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… …   Dictionary of Greek

  • (s)lā̆ gʷ- —     (s)lā̆ gʷ     English meaning: to grab     Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen”     Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”